- ἐπιρρυσμίζω
- ἐπιρρυσμίζω, [dialect] Ion. for ἐπιρρυθμίζω, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιρρυσμίζω — ἐπιρρυσμίζω (Α) ιων. τ. αντί ἐπιρρυθμίζω* … Dictionary of Greek